- χειρομάχα
- χειρο-μάχα [pron. full] [μᾰ], ἡ (sc. ἑταιρεία),A the working-class faction at Miletus, opp. ἡ πλουτίς, Plu.2.298c, cf. Eust.1425.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρομάχα — ἡ, ΜΑ συντεχνία τών χειρώνακτων στην Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχα, δωρ. τ. τού μάχη] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek